«Καθαρή ομορφιά», το κατηγορητήριο στα «βρώμικα» συστατικά και η ετυμηγορία είναι…
Η φιλοσοφία του «clean beauty» έχει βάλει στο εδώλιο του κατηγορημένου πολλά συστατικά! Είναι η τάση που ολοένα και κερδίζει έδαφος στις εταιρείες καλλυντικών και στις καταναλωτικές μας συνήθειες. Ωστόσο υπάρχει πάντα το ερώτημα: Μήπως η μανία με τα «καθαρά» προϊόντα έφερε στο προσκήνιο και κάποια που, έχοντας απαλλαγεί από τα «επικίνδυνα» συστατικά, κάνουν λιγότερα από όσα υπόσχονται και ενδεχομένως κάνουν κακό στο δέρμα μας; Ας δούμε τι λέει η επιστήμη.
Από τη Μαρία Καλοπούλου
Λίστες με «επικίνδυνα ή βρώμικα» κατακλύζουν τον τελευταίο καιρό το διαδίκτυο, ενώ έχουν γίνει κάτι σαν ευαγγέλιο για τη γενιά Gen Z, τους οπαδούς της οικολογικής συμπεριφοράς και όσους θέλουν να λέγονται «ψαγμένοι».
Οι «καθαρές» φόρμουλες, με λίγα και αγνά συστατικά, το έως εξαφανίσεως… κυνηγητό των χημικών συστατικών και άλλα τινά, κερδίζουν έδαφος με το σύνθημα ότι έτσι προστατεύουμε την επιδερμίδα μας και το περιβάλλον. Τι λέει όμως η επιστήμη; Τα «αγνά» προϊόντα είναι τελικά πιο ασφαλή;
Η επιστήμη έχει τον λόγο
Περισσότερα από τα μισά προϊόντα ομορφιάς και προσωπικής φροντίδας δεν περιέχουν πλέον parabens, ενώ οι πωλήσεις των προϊόντων χωρίς θειικά άλατα, φθαλικές ενώσεις και παρόμοια «ύποπτα» συστατικά διαρκώς αυξάνονται. Η μέχρι πριν 2-3 χρόνια, «εναλλακτική» τάση του clean beauty έγινε του συρμού και μεγάλες μάρκες καλλυντικών το υιοθετούν.
Οι επιστήμονες, όμως, τονίζουν ότι υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικά με τα συστατικά των καλλυντικών, με το τι βλάπτει και τι όχι την υγεία μας και το περιβάλλον. Οι «διαδεδομένοι» κίνδυνοι που υποτίθεται ότι προκαλούν διάφορα χημικά συστατικά, δεν έχουν επιστημονική απόδειξη, αντίθετα βασίζονται σε αμφισβητήσιμα δεδομένα.
Ας ξεκινήσουμε από μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: Ο ορισμός των τοξικών συστατικών εξαρτάται από το πού βρισκόμαστε στον κόσμο. Για παράδειγμα, η ΕΕ έχει απαγορεύσει πάνω από 1300 συστατικά στα καλλυντικά, ενώ οι ΗΠΑ μόνο 30! Επιπλέον, τα συστατικά δεν χωρίζονται σε καθαρά και «βρώμικα», όπως υποστηρίζει το κίνημα της «καθαρής ομορφιάς».
Καμία ουσία από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Δεν μπορούμε επομένως να πούμε ότι ένα συστατικό είναι καλό ή κακό χωρίς να εξετάσουμε τον τρόπο χρήσης του, καθώς και την ποσότητα που χρησιμοποιείται σε μια σύνθεση. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ο κίνδυνος από ένα συστατικό είναι πολύ υψηλός, αν δεν υπάρχει έκθεση σε αυτό ή είναι πολύ μικρή, ο κίνδυνος αυτόματα γίνεται πολύ χαμηλός ή ανύπαρκτος.
Οι τοξικολόγοι συνηθίζουν να το εξηγούν χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του λιονταριού: Ένα λιοντάρι είναι από τη φύση του επικίνδυνο. Αν το συναντήσουμε στην Αφρική, σε ένα σαφάρι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός γιατί η έκθεσή μας σε αυτό είναι άμεση. Αν όμως το συναντήσουμε στον ζωολογικό κήπο μέσα στο κλουβί του, παρόλο που το λιοντάρι παραμένει επικίνδυνο, ο κίνδυνος για εμάς εκμηδενίζεται γιατί δεν υπάρχει άμεση έκθεση.
Αν εξετάζουμε μόνο τους κινδύνους, τότε κάθε συστατικό μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνο. Ο αποκλεισμός επομένως προϊόντων ομορφιάς, με βάση την πιθανή επικινδυνότητα κάποιων συστατικών τους, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τον βαθμό έκθεσής μας σε αυτά, είναι μια προσέγγιση χωρίς νόημα. Είναι σαν να μην πίνεις ποτέ νερό επειδή φοβάσαι μήπως πνιγείς.
Πώς γίνεται η επιλογή και τι λαμβάνουν υπόψη τους οι επιστήμονες;
Οι επιστημονικές ομάδες που αναπτύσσουν τις φόρμουλες των καλλυντικών, πριν εντάξουν ένα συστατικό -δραστικό ή μη- διαμορφώνουν τα λεγόμενα όρια χρήσης, λαμβάνοντας υπόψη πολλές παραμέτρους:
- Ποια είναι η απαραίτητη συγκέντρωση του συγκεκριμένου συστατικού στη φόρμουλα;
- Πόσες φορές κατά μέσο όρο θα χρησιμοποιείται το τελικό προϊόν και σε ποια ποσότητα;
- Το προϊόν θα ξεπλένεται (π.χ. καθαριστικό ) ή θα παραμένει στην επιδερμίδα (π.χ. κρέμα, ορός κ.λπ.)
- Επίσης, εξετάζουν αν τα διαφορετικά προϊόντα είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθούν μαζί σε μια τυπική ρουτίνα περιποίησης.
Αυτή η δύσκολη αλλά αναγκαία εξίσωση είναι που θα καθορίσει πόση ποσότητα ενός συστατικού θα χρησιμοποιηθεί σε μια φόρμουλα έτσι ώστε να μην μειώνεται η αποτελεσματικότητά του αλλά και να διασφαλίζεται ότι η έκθεσή μας σε αυτό θα είναι κατά πολύ χαμηλότερη -έως και 100 φορές – από εκείνη που θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα.
Είναι πράγματι τελικά επικίνδυνα τα «κακά» συστατικά;
Τα συντηρητικά και πιο συγκεκριμένα τα parabens είναι ο πιο διάσημος κατηγορούμενος. Έχουν κατηγορηθεί για πολλά και τρομακτικά: ότι είναι ερεθιστικά για το δέρμα, ότι συνδέονται με ορμονικές ή ενδοκρινικές διαταραχές, ακόμη και ότι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Έτσι, βρίσκονται πάντα στις πρώτες θέσεις με τα «βρώμικα» συστατικά.
Είναι όντως επικίνδυνα; Επιστήμονες με χρόνια εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας στον συγκεκριμένο τομέα, τονίζουν ότι τα περισσότερα parabens, στα επίπεδα που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά, είναι ασφαλή-έχουν μελετηθεί σε βάθος και δοκιμαστεί για πάνω από 70 χρόνια.
Και η αλήθεια είναι πως πολλές από τις μελέτες που αναφέρονται στο «κατηγορητήριο» των parabens έχουν γίνει in vitro, πάνω σε κύτταρα ή παλιότερα, σε ζώα και όχι στο ανθρώπινο δέρμα.
Επιπλέον, οι μελέτες αυτές περιγράφουν συνήθως μη ρεαλιστικές καταστάσεις, που λίγη σχέση έχουν με το πώς χρησιμοποιούμε τα parabens στην καθημερινή μας ζωή, ενώ όσες έχουν γίνει σε ανθρώπους δεν έδειξαν μια πραγματικά σαφή σύνδεση με τις επιπτώσεις στην υγεία μας. Παρόλα αυτά, σήμερα τα parabens έχουν απομακρυνθεί από τις φόρμουλες πολλών καλλυντικών και όχι μόνο των “clean”.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι τα συντηρητικά -όπως τα parabens- βρίσκονται στα προϊόντα για να μας προφυλάξουν από τα μικρόβια που εύκολα «εισβάλλουν» στην κρέμα μας μόλις έρθει σε επαφή με τον αέρα και αρχίζουν να αναπτύσσονται, βάζοντας την υγεία της επιδερμίδας μας, σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από τους -σε μεγάλο βαθμό θεωρητικούς- κινδύνους που διατρέχει με τα συντηρητικά.
Τα εναλλακτικά συντηρητικά που χρησιμοποιούν αρκετές καθαρές μάρκες, δεν έχουν περάσει από τόσο πολλές δοκιμές όσες τα «συμβατικά» ούτε έχουν χρησιμοποιηθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να γνωρίζουμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους στην υγεία μας.
Επιπλέον, επειδή είναι λιγότερο αποτελεσματικά, χρειάζονται μεγαλύτερες συγκεντρώσεις- για παράδειγμα, αρκετές μάρκες χρησιμοποιούν υψηλές συγκεντρώσεις αιθέριων ελαίων που αυξάνουν την ευαισθησία του δέρματος.