Κατ’ οίκον
Το βιβλίο της Λέγκως Μιχαλοπούλου αποτελεί μία έκπληξη, κυρίως για το θέμα του. Στην πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, η Λέγκω Μιχαλοπούλου ανατέμνει με σπάνια τρυφερότητα τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα γηροκομείο, με τους πρωταγωνιστές να ξεδιπλώνουν τους χαρακτήρες τους στην καθημερινότητα της αναγκαστικής τους συμβίωσης.
Από τη Μαρία Καλοπούλου
Η λογοτεχνία συνήθως ασχολείται με τους έρωτες, τα πάθη και τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά σπάνια έχουμε συναντήσει μία ιστορία που να ασχολείται με την τρίτη ηλικία, την αντιμετώπιση των γηρατειών και ακόμη περισσότερο με τη ζωή σε ένα γηροκομείο. Από μόνο του λοιπόν, το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας αποτελεί πρωτοτυπία. Η ροή αποκτά ενδιαφέρον με την περιγραφή των σχέσεων τόσο των ενοίκων του γηροκομείου μεταξύ τους όσο και με την οικογένεια των ιδιοκτητών του αλλά και των φροντιστών τους που όλοι έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προσωπικότητες με πάθη, μυστικά και ενίοτε καλοσύνη, στοιχεία που κάνουν την πλοκή γοητευτική. Σε αυτό θα προσθέσουμε την ωραία γραφή και μία γλώσσα που αποπνέει ένα αίσθημα τρυφερότητας που μοιάζει σαν η συγγραφέας να «αγκαλιάζει» όλους τους πρωταγωνιστές της, ακόμη και τους πιο σκοτεινούς…
«Όπως όλοι όσοι αποφασίζουν να γράψουν ένα βιβλίο, είχα κι εγώ την έντονη ανάγκη να βουτήξω στη δεξαμενή των συναισθημάτων μου και να εκτεθώ. Αφορμή υπήρξε η αγάπη μου για την τρίτη ηλικία και η προσωπική διαπραγμάτευση του ”τέλους που πλησιάζει” μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που βρίσκονται σε έναν οίκο ευγηρίας», λέει η συγγραφέας.
Νομίζω, ότι αυτή είναι η αλήθεια που αποπνέουν οι σελίδες του «Κατ’ οίκον» που καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να αισθανθεί κομμάτι της καθημερινότητας των προσώπων, σαν να γίνεται μέρος της μικρής, κλειστής κοινωνίας τους με όλες τις διενέξεις, τους προβληματισμούς, τους μικρούς αλλά και τους μεγάλους έρωτες που δημιουργούνται ανάμεσα στα πιο αναπάντεχα πρόσωπα. Μία αλληλουχία περιστατικών και συγκυριών αποκαλύπτουν βαθιά κρυμμένα μυστικά και ένοχες πράξεις που τελικά βρίσκουν με κάποιον τρόπο τη συγχώρεση.
Η Λέγκω Μιχαλοπούλου λέει: «Η μητέρα μου επισκεπτόταν εθελοντικά αυτούς τους χώρους και κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι, μου μετέφερε τις εμπειρίες τής επαφής μαζί τους. Κατά διαστήματα πήγαινα κι εγώ μαζί της και οι εικόνες, τα πρόσωπα και οι ιστορίες του καθενός εντυπώνονταν βαθιά μέσα μου… Το βιβλίο εξελίσσεται -όχι τυχαία- κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Η πορεία προς τον θάνατο αλλά και η τελική Ανάσταση, θέλησα να συμπλέει με τη διαδρομή των ηρώων μου προς μια κατάληξη όχι της θλίψης αλλά της ελπίδας, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό…». Και συνεχίζει: «Οι αναγνώστες μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου, θα ήθελα συγκινηθούν, να χαμογελάσουν και στο τέλος να μείνουν με μια τρυφερή εντύπωση γύρω από αυτό που μας απασχολεί όλους μας καθώς μεγαλώνουμε, δηλαδή το γήρας αλλά και τη μοναδική βεβαιότητα της ύπαρξής μας που δεν είναι άλλη από την αναπόφευκτη θνητότητά μας».
Μικρό απόσπασμα
«Το μάτι της έπεσε πρώτα στη Γιωργία. Η γριούλα ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν φορώντας όλα τα μαύρα της εκτός απ’ το τσεμπέρι, που το είχε καλοδιπλωμένο πάνω στο κομοδίνο. Ο κότσος της ήταν λυτός και τα ασπροκίτρινα, λεπτά της μαλλάκια ξεκουράζονταν κι αυτά πάνω στο μαξιλάρι. Χαμηλά στην κοιλιά, οι δυο παλάμες σκέπαζαν η μία την άλλη και ανεβοκατέβαιναν αργά μαζί με την αναπνοή, ενώ πιο κάτω, ανάμεσα στα γόνατα, ένα άσπρο μαλακό πανί με λάστιχο βρισκόταν εκεί τσαλακωμένο. Η Στελλίτσα χαμογέλασε, γιατί αναγνώρισε τα μεγάλα βρακιά που φορούσε και η γιαγιά της. Πάνω στο εσώρουχο της Γιωργίας ήταν καρφιτσωμένη μια βελόνα με μακριά κλωστή. Από δίπλα, η Ιουλία Ντάβαρη είχε σοβαρή ασχολία. Με την πλάτη όρθια στο κρεβάτι, προσπαθούσε να βγάλει τις τρίχες απ’ το πιγούνι της. Όταν η Στελλίτσα χτύπησε απαλά την πόρτα, η χοντρή γυναίκα κατέβασε το καθρεφτάκι και κοίταξε να δει ποιος είναι. Την αναγνώρισε αμέσως και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Μέχρι να φτάσει η μικρή, η Ιουλία της είχε κάνει ήδη θέση να κάτσει, γουβιάζοντας με το χέρι της ένα σημείο πάνω στα σκεπάσματα».
Ένα θαύμα έρχεται να ανατρέψει την καθημερινότητα των ενοίκων, των εργαζομένων αλλά και των ιδιοκτητών του οίκου ευγηρίας «Η Ανανέωσις». Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών και οριζόντων παρακολουθούν τον χρόνο να κυλά, με τις συνήθεις εντάσεις, μικροχαρές, αδιέξοδα και εξομολογήσεις. Ποια είναι η ιστορία του καθενός; Τι περιμένουν από τη ζωή; Τι φοβούνται;
Κατ΄οίκον
Εκδόσεις Φερενίκη
Σελίδες: 512
Τιμή: 15€