Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Ο αγαπημένος παραμυθάς
Δανός συγγραφέας και ποιητής, πασίγνωστος σ’ όλο τον κόσμο για τα παραμύθια του. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου το 1805 στην πόλη Οντένσε της Δανίας. Ο αγαπημένος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μεγάλωσε γενιές και γενιές παιδιών, απάλυνε τα όνειρά τους, ενθουσίασε με τις ιστορίες του, παρηγόρησε, ενθάρρυνε και δίδαξε μέχρι και σήμερα.
Από τη Μαρία Καλοπούλου
Ο μέγας Δανός παραμυθάς, συγγραφέας και ποιητής γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 στην Οντένσε και ήταν το μοναχοπαίδι του φτωχού τσαγκάρη Χανς Άντερσεν και της Αν Μαρί Αντερσντάτερ, πλύστρας.
Όταν γεννήθηκε, το ζευγάρι δεν είχε ακόμη μόνιμη στέγη μα εικάζεται ότι πρέπει να γεννήθηκε στο σπίτι της Μουνκελστρούντε, στην πιο ταπεινή συνοικία της πόλης.
Έχουν περάσει 210 χρόνια από τον Απρίλιο του 1805 και το παραμύθι της ζωής του πιο μεγάλου παραμυθά στον κόσμο παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινό….
Στο σπιτάκι που έπιασαν έμεναν τρεις οικογένειες. Οι Άντερσεν ζούσαν στο βορεινό τμήμα. Δωμάτια παγωμένα, έμπαζαν κρύο, με ρούχα τριμμένα και παλιά, το φαγητό λίγο…
Ο μικρός Χανς μένει ορφανός από πατέρα στα 11 του χρόνια, παιδί κλειστό, αδέξιο και μικροκαμωμένο, με χαρακτηριστικά ασύμμετρα και άσχημα, περνούσε τον περισσότερο χρόνο κλεισμένος στο σπίτι, δεν έπαιζε, δεν έβγαινε στους δρόμους με τα παιδιά… αλλά ονειρευόταν.
Το προσωπικό του καταφύγιο, εικάζεται ότι ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια τις κούκλες, τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις, με έργα κυρίως του Σαίξπηρ, τα οποία απομνημόνευε με χαρακτηριστική ευκολία.
Το όνομά του θα ταυτιστεί με τα παραμύθια. Μέσα από αυτά ψιθυρίζει ένα μήνυμα στα παιδιά: « Αν έχεις ένα όνειρο, μπορείς να γράψεις για τον εαυτό σου μια μαγευτική ιστορία!»…
Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το παράξενο αυτό αγόρι. Τον έστειλε σ’ ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Έτσι λοιπόν, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1819, ο Χανς, ξεκίνησε για την Κοπεγχάγη. Με λιγοστά πράγματα και στην τσέπη του ελάχιστες κορόνες, με τα παιδιά της γειτονιάς να τον κοροϊδεύουν – όπως πάντα- και τη μάνα του να δακρύζει…
Ξεκινούσε μόνος, κακοντυμένος, κάτισχνος για την πρωτεύουσα. Με πολλές δυσκολίες, ο Χανς Κρίστιαν τελείωσε το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
…Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι…”. Xανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Τα λογοτεχνικά του βήματα
Το 1822 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, που θα περάσει απαρατήρητο. Το 1829 γράφει μια ιστορία φαντασίας με τίτλο «Περίπατος από το κανάλι του Χόλμενς στο ανατολικό σημείο του νησιού Άμαγκερ», που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία.
Συνεχίζει να γράφει, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα, που γνωρίζουν επιτυχία περισσότερο στη Γερμανία, παρά στην πατρίδα του.
Το 1835 δημοσιεύει τα πρώτα του «Παραμύθια για παιδιά» και μόνο 8 χρόνια αργότερα κερδίζουν την επιδοκιμασία του κόσμου. Θα γράψει συνολικά 168 παραμύθια ως το 1872.
Τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σ’ όλη την ιστορία της λογοτεχνίας.
Μερικά από τα πιο γνωστά και χιλιοδιαβασμένα παραμύθια του : Η μικρή γοργόνα, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Το μολυβένιο στρατιωτάκι, Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα, Οι αγριόκυκνοι, Η Βασίλισσα του χιονιού, Η Βασιλοπούλα και το ρεβίθι, Η Τοσοδούλα, Το ασχημόπαπο, Τα κόκκινα παπούτσια, Χόλγκερ ο Δανός, Η δύναμη της αγάπης
Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά από την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μύθων, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ματαιοδοξίας, σνομπισμού ή εγωιστικής αδιαφορίας.
Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μία αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.
Η προσωπική του ζωή δεν μοιάζει με την εικόνα ενός καλοκάγαθου τζέντλεμαν, που αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά, μα πιο πολύ με την εικόνα ενός φιλόδοξου, τρωτού, ματαιόδοξου, ευαίσθητου και ευφυή άνδρα.
Δεν έκανε οικογένεια, αν και πολλές φορές ερωτεύτηκε βαθιά, ιδιαίτερα τη διάσημη σουηδέζα τραγουδίστρια Γιένυ Λιντ.
Την άνοιξη του 1872, ο Άντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά. Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών.
Η επίσκεψη στην Ελλάδα
Στις 15 Μαρτίου 1841, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έφυγε από την Νάπολη της Ιταλίας με το πολεμικό ατμόπλοιο Λεωνίδας για την Ελλάδα και την Ανατολή.
Την κορυφή ενός βουνού, κοντά στο Ναβαρίνο, σκεπασμένη με χιόνι ήταν το πρώτο που αντίκρισε από την Ελλάδα, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους επιβάτες του πλοίου. Το πρώτο ελληνικό λιμάνι που έπιασε το πλοίο ήταν στη Σύρο. «Η αποβάθρα ήταν γεµάτη Έλληνες. Φορούσαν εφαρµοστά σακάκια, άσπρα φαρδιά παντελόνια κι ένα κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Από παντού ακούγονταν φωνές! Ένας ηλικιωµένος άντρας µού άπλωσε το χέρι του για να µε βοηθήσει ν’ ανέβω στην αποβάθρα – και να!
Πατούσα σε χώµα ελληνικό! Ευγνωµοσύνη στον Θεό, χαρά που βρισκόµουν εκεί κι ένα αίσθηµα λύπης, όλα µαζί συνυπήρχαν µέσα µου εκείνη τη στιγµή», θα γράψει.
Στη Σύρο περιπλανήθηκε στην πόλη, μέχρι ψηλά στην πλαγιά του βουνού, όπου χτίζονταν νέα σπίτια. Απόλαυσε τη θέα προς την απέναντι πλευρά του λιμανιού, που βρισκόταν το Λαζαρέτο και η ματιά του μπόρεσε να ξεχωρίσει την Τήνο, τη Δήλο, τη Νάξο και την Άνδρο. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, επιβάτης στο γαλλικό πολεμικό ατμόπλοιο Λυκούργος, που είχε ολοκληρώσει την καραντίνα του στη Σύρο, απέπλευσε για τον Πειραιά.
Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα
Στο λιμάνι του Πειραιά τον υποδέχτηκαν Δανοί και Γερµανοί, που ζούσαν τότε στην Αθήνα. Ανάµεσά τους ο πρόξενος της Ολλανδίας και της Δανίας, ο Δανός εφηµέριος του Όθωνα, ο συµπατριώτης του καθηγητής Κέπεν, οι αρχιτέκτονες Χάνσεν και ο Δανός καθηγητής Ρος.
Ενθουσιασμένος γράφει στο ημερολόγιό του: «Πέρα από τη φωτεινή γαλάζια θάλασσα με χαιρετά η Ελλάδα. Αγνάντια από τα μάτια μου ο Μοριάς με το χιονόσκεπο βουνό να στράφτει στις λιαχτίδες, και το δελφίνι που πετά και χαίρεται το κύμα»….
Στην Αθήνα έμεινε στο ξενοδοχείο Μόναχο. Στις 2 Απριλίου, την ημέρα των γενεθλίων του, περιπλανήθηκε στην Αθήνα, πέρασε από τον Πύργο των Ανέμων και ανέβηκε στο Βράχο της Ακρόπολης. Η εικόνα που αντίκρισε με τα λεηλατημένα μάρμαρα τον συγκλόνισε. Όσο καιρό έμεινε στην Αθήνα, ο Άντερσεν ανέβαινε κάθε μέρα στην Ακρόπολη, είτε με ήλιο είτε με βροχή.
Οι συμπατριώτες του τον ξενάγησαν στην πόλη της Αθήνας, στον Πειραιά, στη μονή του Δαφνίου, την Ελευσίνα, στα περίχωρα του Υμηττού, στο Φάληρο και στις 6 Απριλίου επισκέφθηκε τα κοντινότερα χωριά της Αττικής, το Μαρούσι και την Κηφισιά.
Κατά την αναχώρησή του είπε στους φίλους του: «Θα έρθω και πάλι στην Ελλάδα! Μακάρι ο Θεός να έδινε τα λόγια µου να ήταν προφητικά», μία επιθυμία που δυστυχώς δεν θα πραγματοποιηθεί.