Ο «δικός» μου Μίκης κι ένα συγκλονιστικό κείμενο από το 1977
Έφυγε σήμερα ο Μίκης. Στο άκουσμα της είδησης, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η πρώτη και καθοριστική «γνωριμία» μαζί του. Τον Αύγουστο του 1977 στις πρώτες συναυλίες του μεγάλου συνθέτη στο Θέατρο Λυκαβηττού… όταν για πρώτη φορά επιτράπηκε στο κοινό να ακούσει ελεύθερα τις μεγαλειώδεις μουσικές του. Και ναι, ήμουν κι εγώ εκεί!
Από τη Μαρία Καλοπούλου
Σκέφτηκα πόσο περίεργα συνδυάζονται όλα… Μνήμη και συναίσθημα. Απώλεια. Ποια απώλεια από τις δύο σκέφτηκα και ποια παρακαταθήκη; Δεν συνηθίζω να δημοσιοποιώ τις προσωπικές μου στιγμές. Αλλά να, που αυτή τη φορά σμίγουν με τις πανελλήνιες ή ακόμη -τολμώ να πω- και πανανθρώπινες. Η απώλεια του Μίκη ήρθε να συναντήσει την απώλεια του πατέρα μου πριν μόλις είκοσι ημέρες.
Κι εκεί που άκουγα την είδηση του θανάτου του Μίκη, θυμήθηκα τον ενθουσιασμό του πατέρα μου, όταν ανακοίνωσε στη μητέρα μου κι εμένα (η αδελφή μου ήταν πολύ μικρή), ότι κατάφερε να βρει εισιτήρια για το «Άξιον εστί» στον Λυκαβηττό. Ήταν οι πρώτες συναυλίες που θα έδινε ο Θεοδωράκης μιας κι μέχρι τότε η μουσική του ήταν απαγορευμένη.
Η πρώτη αντίδραση της μητέρας μου ήταν: «Γιώργο, μήπως γίνουν φασαρίες; Είσαι σίγουρος ότι θα πάρουμε και το παιδί;» (Εγώ ήμουν το παιδί). Έτσι βρεθήκαμε στα πάνω καθίσματα ενός κατάμεστου θεάτρου κι εγώ να παρακολουθώ το πλήθος του κόσμου στην πρώτη συναυλία της ζωής μου.
Θυμάμαι πόσο με συντάραξε η μουσική, πόσο αλησμόνητη έμεινε στα αυτιά μου η απαγγελία του Μάνου Κατράκη και η μοναδική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κι εκείνο που με εντυπωσίαζε ήταν εκείνα τα χέρια του Μίκη, τεράστια σαν φτερούγες να διευθύνουν την ορχήστρα αλλά και τη χορωδία.
Οι ατέλειωτες νότες που ξεχύνονταν στον χώρο, και ο παλμός ενός κόσμου συγκινημένου, ενός κόσμου που αναζητούσε ξανά την ελευθερία του, ενός κόσμου που τραγουδούσε με μία φωνή βροντερή μαζί με τον Μπιθικώτση «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ»…
Γύρισα και κοίταξα τον πατέρα μου, που τραγουδούσε μαζί με τη μητέρα μου (παρεμπιπτόντως και οι δύο καλλίφωνοι) και τα δάκρυα συγκίνησης στα μάγουλά τους… Μία μέθεξη που δεν ξέχασα ποτέ και μία εμπειρία που χρωστάω στη μνήμη του μπαμπά μου…
Και για την αντιγραφή από την εισαγωγή του Προγράμματος «Μίκης Θεοδωράκης-Μουσικός Αύγουστος 1977- Συναυλίες Θεάτρου Λυκαβηττού
«Δεν μπορείς να εξηγήσεις τα κοινωνικά φαινόμενα μόνο με τις στατιστικές. Ούτε με τις οικονομικές, μαρξιστικές και η θεωρίες. Ούτε μόνο με τον λόγο και τα μαθηματικά. Η ζωή είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από όλα αυτά».
Είμαι ένας μουσικός που ζυμώθηκα μέσα στην πρόσφατη ιστορία της χώρας μας. Από ιδιοσυγκρασία μ’ άρεσε να βρίσκομαι εκεί που η δίνη στροβιλίζει γύρω της σαν άχερα τους ανθρώπους. Εκεί όπου ο εκκωφαντικός θόρυβος των γεγονότων τραντάζει τους τοίχους και τις συνειδήσεις.
Μ’ άρεσε ο θόρυβος της διαδήλωσης. Της μάχης. Του τραγουδιού. Του θρήνου. Του παιάνα. Ο θόρυβος με τραβούσε σαν μαγνήτης. Τότε άφηνα σπίτι, μάνα, μνηστή για να τρέξω στην καρδιά του «θορύβου». Έτσι έγινα τραγουδιστής, διαδηλωτής, μαχητής.
Οι άνθρωποι με φόβιζαν και με φοβίζουν. Όταν είναι ένας -ένας, τότε μυρίζω το ανθρωποειδές γεμάτο πανικό, καχυποψία, πονηράδα και δίψα για σάρκα. Και εξουσία. Όμως, όταν είναι πολλοί μαζί -στο στάδιο, στη διαδήλωση, στη μάχη, στη χορωδία- και κυρίως όταν φωνάζουν όλοι μαζί ρυθμικά, όταν τραγουδούν, προπαντός, τότε φαίνεται πως αποκτούν σιγουριά. Το ανθρωποειδές υποχωρεί. Υπάρχει εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος ημερεύει. Τότε μπορείς να αναπνεύσεις. Να αφεθείς. Να χαρείς, να τραγουδήσεις κι εσύ με ξεγνοιασιά.
Όμως προσοχή. Η διαδήλωση δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια. Οι άνθρωποι θα σκορπίζουν. Θα γίνουν ρυάκια. Ομάδες, κόμματα, αρχηγοί. Θα μπουν σε γραφεία με σκοπό να δαμάσουν τη διαδήλωση, τη χορωδία, το τραγούδι. Θα βγάλουν στη φόρα στατιστικές, αριθμούς, θεωρίες. Θα υποσχεθούν παραδείσους. Για να τυλίξουν τους ανθρώπους. Να τους κοιμήσουν. Να γίνει η διαδήλωση πειθαρχημένο σώμα, με ρυθμό τη θέληση του αρχηγού. Να γίνει το τραγούδι ύμνος στην εξουσία.
Τότε οι άνθρωποι γίνονται μυρμήγκια, στρατιώτες. Τότε η αληθινή διαδήλωση, το αληθινό τραγούδι γίνονται υπόγεια ποτάμια. Είναι αυτή η βαθειά μουσική που πρέπει να δώσει σιγουριά στους ανθρώπους όταν ο κόσμος γίνεται όλο και πιο παράλογος.
{…}
Από το 1940, την εισβολή των Ιταλών, ένα νέος «θόρυβος» γεννήθηκε στα βάθη της ελληνικής κοινωνίας. Γρήγορα έσμιξε με τις εκπυσοκροτήσεις των όπλων. Τους βομβαρδισμούς. Τους θρήνους. Τους σιδερένιους ήχους της διαταγής των κατακτητών. Και σε λίγο τις πρώτες ομαδικές κραυγές στη διαδήλωση. Τα ομαδικά τραγούδια.
Έτσι βούτηξα στην καρδιά του «ήχου», αναζητώντας τον εκεί που η ένταση είναι πιο δυνατή, πιο ομαδική. Από όλους τους «ήχους» οι πιο γοητευτικοί -γιατί ήσαν μεγαλειώδεις και ασύλληπτοι- ήταν ο ήχος των βομβαρδισμών, ο ήχος της μάχης και ο ήχος της διαδήλωσης. Και οι τρεις είχαν το ρίγος του θανάτου.
Όμως, ήταν τόσο «ζωντανοί», παρόντες που γρήγορα η συνείδησή σου λες και γινόταν πιο δυνατή από τον θάνατο. Ο «ήχος», έκφραση ζωής στην ακμαιότερη μορφή της, σε οδηγούσε πέρα από τον θάνατο. Αν σκοτωνόσουνα τότε μέσα στον «ήχο», είναι σα να τυλιγόσουν για πάντα στη ζωή. Ήσουν αθάνατος να πετάς για πάντα με τα φτερά του ήχου. Έτσι φαντάζομαι ακόμα τους σκοτωμένους εκείνης της εποχής. Στον βομβαρδισμό, στη μάχη ή στη διαδήλωση.
Ο βασανιστικός ήχος, εκείνος που σε σκοτώνει κι αν ακόμη συμβεί να μην πεθάνεις, να μείνεις ζωντανός, είναι ο ήχος του βασανισμού.
Το Στρατόπεδο είναι για μένα ο ομαδικός ήχος βασανισμού. Η Ασφάλεια του ’67 είναι ο ατομικός. Οι δύο μορφές αυτών των ήχων σκότωσαν ένα κομμάτι του ανθρώπου που είμαι. Ο ομαδικός ήχος με σκότωνε κάθε μέρα, δεν με άφησε ούτε για μία στιγμή. Όμως, πολύ συχνά ξαναρχόταν όπως ήταν τρομερός, μεγαλειώδης, ασύλληπτος, δηλητηριώδης. Με νύχια και με ξυράφια. Είναι σύμπτωση τάχα ότι απαλλάχτηκα από τις Ερινύες αυτές μόλις ανακάλυψα τη λαϊκή μουσική φλέβα γράφοντας τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ;
Ο άλλος ήχος ο ατομικός, ο ήχος της «ταράτσας;», ήχος σφαγείου, με δολοφόνησε. Η μόνη σωτηρία, η μάχη, η διαδήλωση, ήρθε και δεν ήρθε.
Κάποιοι, κάπου, κάποτε φοβήθηκαν τη νέα διαδήλωση. Φοβήθηκαν τον νέο ήχο, τα νέα τραγούδια, τη νέα ελπίδα.
Προς στιγμήν, για την ώρα, φάνηκαν πιο δυνατοί από τον ήχο, το τραγούδι, την ελπίδα, τη διαδήλωση.
Με το να ζυμωθώ όμως τόσα χρόνια με τόσους και τέτοιους ήχους, κατάντησα να γίνω κι εγώ ο ίδιος ήχος, να γίνω σώμα που να δέχεται και να δίνει ήχο.
Το να ακούω τον ήχο της διαδήλωσης μέσα στη διαδήλωση -τον ήχο της μάχης μέσα στη μάχη – τον ήχο των βασανισμών μέσα στου βασανισμούς- με μία φράση τον ήχο του λαού μέσα στον λαό, είναι ένα δικαίωμα που το κατάκτησα μόνος μου, με το σπαθί μου. Αυτοί που με βοήθησαν είναι σαν εμένα.
Δηλαδή, ένα κομμάτι από τον «ήχο» τον συνολικό. Αυτοί που με εμπόδισαν, που με αρνήθηκαν, που μισούν τον «ήχο», δηλαδή μισούν αυτό που υπήρξε- που έγινε μία για πάντα- που ακούστηκε μια για πάντα κι έτσι έμεινε χαραγμένο για πάντα μέσα στη μνήμη του υλικού και του άυλου που είναι πατρίδα και η ιστορία των ανθρώπων.
Γι’ αυτό ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ του 1977 αποτελεί κορυφαίο ορόσημο μέσα στην προσωπική μου πορεία.
Η λαϊκή μου μουσική 1959-1967, ζυμώθηκε βαθειά μέσα στον λαό, τα γεγονότα, τους αγώνες. Είναι έτσι η φωτεινή, η γνωστή πλευρά της σελήνης.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Και είναι εκείνη που συνδέεται με τις κορυφαίες στιγμές του άγνωστου ελληνικού ήχου: ο απόηχος της Κατοχής.
Ο ήχος της μάχης, της διαδήλωσης, της εξορίας, των εκτελεστικών αποσπασμάτων και την βασανισμών μέσα στην ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ 1948-52. Ο ήχος των τανκς, του νέου αγώνα, της απόγνωσης, της φυλακής και των βασανισμών μες στον ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ 1967 και την ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ 1967. Ο ήχος της εξορίας μέσα στην Ελλάδα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ 1969 και έξω από την Ελλάδα CANTO GENERAL 1972.
Με το λαϊκό τραγούδι προσπαθούμε να περάσουμε ανάμεσα στα ραγίσματα του μεγάλου, του συνολικού και μεγαλειώδη ήχου. Αν η ήχος ενός λαού είναι ένα δέντρο- ένα πεύκο-, το λαϊκό τραγούδι είναι η ρετσίνη που στάζει από την πληγή του.
Είναι τα δάκρυα του δέντρου. Είναι τα δάκρυα που ανακουφίζουν τον λαό γιατί τα νοιώθει στα καυτά μάγουλά του σαν βάλσαμο, που δροσίζει, ανακουφίζει και τελικά δυναμώνει την πίστη και την ελπίδα.
Με το ορατόριο, τη Συμφωνία, το τραγούδι-ποταμός και άλλες μεγάλες μουσικές φόρμες προσπαθούμε να αναπαράγουμε τον ήχο τον συνολικό, αν όχι στο σύνολό του γιατί αυτό είναι αδύνατο, τουλάχιστον να δώσουμε τον χαρακτήρα του ή κάποια από τις μορφές και τους απόηχους του.
Πρόκειται λοιπόν για προσπάθεια που αντίθετα από το λαϊκό τραγούδι πρέπει να πονά τον λαγό, γιατί ξύνει τις πληγές του, αναταράζει τις πικρές μνήμες.
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Αθήνα, Ιούλιος 1977