Ας ιδούμε τις αμυγδαλιές να ανθίζουν με ποιήματα και τέχνη…
Οι ανθισμένες αμυγδαλιές ακτινοβολούν αγνότητα και αισιοδοξία. Τα εύθραυστα λευκά ή τα τρυφερά ροζ άνθη τους ενέπνευσαν διάσημους ζωγράφους, μα και μερικά υπέροχα ποιήματα Ελλήνων ποιητών που εξυμνούν την ομορφιά της και τα συναισθήματα που νιώθουμε, όταν την αντικρίζουμε ολάνθιστη στη μέση του χειμώνα.
Λίγο ακόμα, Γιώργος Σεφέρης
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Μια μυγδαλιά καί δίπλα της… Από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι», Νικηφόρος Βρεττάκος
Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της,
ἐσύ. Μά πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στό παράθυρο
καί σᾶς κοιτῶ καί κλαίω.
Τόση χαρά δέν τήν μποροῦν
τά μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τίς στέρνες τ’ οὐρανοῦ
νά τίς γιομίσω.
Ἡ μυγδαλιά, Γεώργιος Δροσίνης
Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.
«Φως», Από τη συλλογή Ασκήσεις,1960, Γιάννης Ρίτσος
Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (β)-απόσπασμα, Γιάννης Ρίτσος
Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομή, την Κυριακή, πιασμένες δυο δυο απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.
Μυγδαλιά, Κώστας Καρυωτάκης (O πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων,1919)
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…