Φόβοι και φοβίες (μέρος β’)
Η ανάπτυξη παθολογικών φοβιών επηρεάζεται τόσο από την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα του παιδιού, όσο και από τις προσωπικές του εμπειρίες, και κυρίως το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζονται τα φοβικά ερεθίσματα. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Επιμέλεια: Άντζελα Μολφέτα
Η ανάπτυξη των φυσιολογικών φόβων είναι η κατάλληλη στιγμή για να παίζουν οι γονείς κάθε φορά τον ρόλο τους ως παράγοντες καθησυχαστικής διαβεβαίωσης και ασφάλειας. Στόχος είναι να πάρει το παιδί μας το μήνυμα ότι δεν έχει να φοβάται τίποτα, όταν π.χ. βλέπει ένα σκύλο. Και δεν πρέπει να φοβάται είτε επειδή εμείς είμαστε μαζί του, είτε επειδή απλώς δεν υπάρχει κίνδυνος ούτως ή άλλως. Κάθε φορά καλούμαστε να επιλέξουμε την καταλληλότερη ενθάρρυνση από αυτές τις δύο.
«Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που το παιδί μπορεί να αναπτύξει φοβίες», εξηγεί ο παιδοψυχίατρος Ιγνάτιος Καφαντάρης. «Σημαντικό ρόλο παίζουν οι γενετικοί, ιδιοσυγκρασιακοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Τα συνηθέστερα αίτια για την εκδήλωση των συμπτωμάτων είναι κάποια απώλεια ή αποχωρισμός (θάνατος οικείου, διαζύγιο των γονέων), αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος ή σχολική αποτυχία, μια χειρουργική επέμβαση, αλλά και η υπερπροστατευτική στάση των γονέων, η ένταση και οι οικονομικές/κοινωνικές δυσκολίες στην οικογένεια».
«Κατά κύριο λόγο, όμως, οι φόβοι μαθαίνονται και μεταδίδονται στα παιδιά από τους γονείς. Αν εξετάσουμε το οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού με κάποια φοβία», συνεχίζει ο κύριος Καφαντάρης, θα δούμε ότι το πιθανότερο είναι και οι γονείς να έχουν αντίστοιχες ή παρόμοιες φοβίες. Πολλές φορές με την ίδια τους τη συμπεριφορά και άθελά τους, οι ίδιοι οι γονείς μπορεί να αποτελέσουν πρότυπα προς μίμηση για το παιδί σε πράγματα που δεν θα θέλανε.
Εάν για παράδειγμα ένα παιδί φοβάται το σκοτάδι, αλλά βλέπει τη μητέρα του να μπαίνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς άγχος, θα νιώσει άμεσα μεγαλύτερη ασφάλεια και λιγότερη ανησυχία. Από την άλλη, μια ιστορία που άκουσε, κάτι που είδε στην τηλεόραση ή στον δρόμο, οι απειλές των μεγάλων στο τι μπορεί να συμβεί αν δεν προσέχει, μπορεί να δώσουν τροφή στη φαντασία του και να το γεμίσουν φόβο.
Όπως είπαμε και παραπάνω, η ηρεμία, η ψυχραιμία και ο τρόπος που οι γονείς αντιμετωπίζουν τους φόβους των παιδιών τους, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξάλειψη αυτών. Ενώ οι αντίθετες αντιδράσεις των γονέων μπορούν να γίνουν παράγοντας ανάπτυξης φοβίας.
Η ευθύνη των γονιών
«Η ατμόσφαιρα που επικρατεί μέσα στην οικογένεια επηρεάζει αφάνταστα την ανάπτυξη φόβων στα παιδιά», υπογραμμίζει ο κύριος Καφαντάρης. «Όταν για παράδειγμα ένας γονιός για να τιθασεύσει το παιδί χρησιμοποιεί απειλές του τύπου “αν δεν κάθεσαι καλά θα έρθει ο μπαμπούλας να σε φάει” ή “δεν θα σε αγαπάει και θα φύγει η μαμά” τότε είναι αναπόφευκτο στο παιδί να δημιουργηθούν αρχικά φόβοι σχετικά με τις απειλές, και αργότερα ίσως και φοβία!».
Αν μια μητέρα φοβάται πολύ τα σκυλιά, τα αποφεύγει, ή πανικοβάλλεται στη θέα τους, παρουσία του παιδιού, τότε αναμφισβήτητα και το παιδί θα αναπτύξει την ίδια φοβία. Ακόμα και εάν η μητέρα δεν δείχνει άμεσα τη φοβία της, το παιδί έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται με εξαιρετική ακρίβεια τα ενστικτώδη συναισθήματα των γονέων. Δεν είναι πολύ δύσκολο το παιδί να αρχίσει κατόπιν να φοβάται και άλλα ζώα.
Αν ο πατέρας φοβάται υπερβολικά τις ασθένειες και τα μικρόβια, μοιραία θα περάσει την ίδια αντίληψη και στο παιδί. Εύκολα θα αναπτύξει μικροβιοφοβία ή αρρωστοφοβία, ενώ σε λίγο καιρό μπορεί να το δείτε να πλένει τα χέρια του μανιωδώς, οπότε η κατάσταση μπορεί κάποια στιγμή να μετατραπεί σε ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
«Οι υπερπροστατευτικοί γονείς επίσης, επηρεάζουν πολύ αρνητικά τα παιδιά, όπως έχει χιλιοειπωθεί. Φοβούνται αδικαιολόγητα πως στο παιδί τους θα συμβούν όλα τα κακά του κόσμου εάν το αφήσουν μια στιγμή. Όταν το διδάσκουν ότι ο κόσμος είναι ένα υπέρμετρα τρομακτικό μέρος, δημιουργούν εκτός από φοβίες και έντονο πρόβλημα άγχους στο παιδί».
Ο παιδοψυχίατρος επισημαίνει: «όταν του απαγορεύουν να παίζει κάπως επικίνδυνα παιχνίδια (μονόζυγο, σκαρφάλωμα, πηδήματα από σχετικό ύψος κ.λπ.), δημιουργούν αρκετές πιθανότητες να αποκτήσει στο μέλλον προβλήματα στη διαχείριση του άγχους του και δύσκολων καταστάσεων.
Η εξήγηση είναι απλή: τα παιδιά εθίζονται να πιστεύουν πως η πιθανότητα να συμβεί το κακό είναι μεγάλη. Αυτή η πεποίθηση όμως δεν αλλάζει καθώς το παιδί μεγαλώνει… Όταν το παιδί ζει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με διαμάχες και συγκρούσεις, όπου ο ένας μιλάει άσχημα στον άλλο, όπου δεν υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη, αλληλοκατανόηση και αλληλοσεβασμός, είναι προφανές ότι ζει σε κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας».
Ιγνάτιος Καφαντάρης, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, www.ikafantaris.gr, www.monorodi.gr, Επιστημονικό Κέντρο Μονορόδι, Παναγή Τσαλδάρη 247, Καλλιθέα, τηλ. 210 9571890