Σε κόντρα με τον ψυχολόγο!
Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που θα χτυπήσουν την πόρτα του ψυχολόγου γιατί βρίσκονται σε αδιέξοδο στη ζωή τους, γιατί είναι μπερδεμένοι ψυχολογικά ή γιατί χρειάζονται μια παραπάνω υποστήριξη για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που θα εγκαταλείψουν το ταξίδι της ψυχοθεραπείας μετά από δύο τρεις συνεδρίες, επειδή ένιωσαν θυμωμένοι με τον ψυχολόγο τους. Ποιοι είναι αυτοί που συνήθως δεν τα πάνε καλά στην ψυχοθεραπεία; Απαντήσεις από τον Ψυχοδυναμικό Ψυχολόγο και Διευθυντή της Ψυχικής Φροντίδας Γιώργο Παπαγεωργίου.
Συνέντευξη στη Φλώρας Κασσαβέτη
Το πρώτο που έχω να σας πω είναι ότι το φαινόμενο αυτό είναι αρκετά σύνηθες. Το ότι παίρνεις την απόφαση να πας στον ψυχολόγο δεν σημαίνει ότι είσαι πραγματικά έτοιμος ή έτοιμη να ακούσεις όσα έχει να σου πει ούτε ότι έχεις τόση ψυχική ωριμότητα ώστε να τολμάς ν’ αγγίξεις μαζί του θέματα που πονάνε.
Επίσης η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε να του ανοιχτείς μόνο και μόνο επειδή φέρει τον τίτλο του ψυχολόγου.
Όπως εξηγεί ο Ψυχοδυναμικός Ψυχολόγος και Διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας Γιώργος Παπαγεωργίου, πριν εξετάσουμε τι είδους ψυχικό φαινόμενο μπορεί να συντρέχει εσωτερικά στην ψυχή μας που αναδύει τέτοια αντίσταση στον ψυχολόγο, θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε μήπως έχουν δίκιο κάποιοι ψυχοθεραπευόμενοι που αισθάνονται έτσι.
Μήπως κάποιος επαγγελματίας «ειδικός» δεν ήταν και τόσο ειδικός και προσπάθησε να τους εκμεταλλευτεί; Μήπως δεν τους αφιέρωσε αρκετό από τον χρόνο του; Mήπως δεν τους είδε σε αποκλειστικό και απόλυτα οργανωμένο πλαίσιο; Μήπως απλώς απομόνωσε λίγες κουβέντες που συγκράτησε πεταχτά από εκείνον π.χ σε μία συνεδρία ή στον διάδρομο ενός ιατρείου, βγάζοντας βιαστικά συμπεράσματα;
Μόνο εφόσον τέτοια φαινόμενα αποκλειστούν (αφού ούτως ή άλλως τέτοια φαινόμενα δεν πρέπει δεοντολογικά να συμβαίνουν), θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν κάτι άλλο συμβαίνει με τους ανθρώπους που θυμώνουν τόσο πολύ με τον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρό τους και που τελικά επιλέγουν να τον εγκαταλείψουν.
Και η αλήθεια είναι ότι απαιτείται σίγουρα κάποιος αριθμός συνεδριών (προσωπικά θα έλεγα 4 έως 8 συνεδρίες, τουλάχιστον) για να μπορέσει ο ειδικός να σχηματίσει γνώμη για τον άνθρωπο που τον επισκέπτεται και να εντοπίσει τον βαθύτερο πυρήνα των θεμάτων που τον βασανίζουν.
Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές που είναι πολύ πιθανό να έρθουν σε κόντρα με τον ψυχολόγο τους κι αυτοί είναι οι εξής:
Ψυχοπαθητικοί
Σαφέστατα η αναφορά της λέξης αυτής (ως αυτός-που-πάσχει-η-ψυχή-του) είναι αρνητική στην ψυχιατρική ορολογία και ο ορισμός της λέξης παραπέμπει στην ψυχοπαθολογία.
Με απλά λόγια πάντως, η ψυχοπαθητικότητα αναφέρεται στον άνθρωπο που δεν μπορεί να πετύχει συναισθηματικούς δεσμούς με συνανθρώπους, οπότε καταλήγει να τους χειρίζεται, εξηγεί ο κύριος Παπαγεωργίου και συνεχίζει:
«Οι άνθρωποι που έχουν αυτή τη διαταραχή έχουν ιδιαίτερα πρωτόγονες άμυνες στον ψυχισμό τους, πράγμα που ανιχνεύεται και διαπιστώνεται εύκολα από έναν καλά εκπαιδευμένο ειδικό, ο οποίος και θα τους προσεγγίσει ψυχοθεραπευτικά με τον κατάλληλο τρόπο».
Σε αυτό το σημείο ο κύριος Παπαγεωργίου τονίζει ότι, παρότι η ταμπέλα του ψυχοπαθητικού τρομάζει, γενικά ο ψυχοπαθής δεν είναι απαραίτητα εγκληματίας ούτε κοινωνικά κυνηγημένος.
Τουναντίον, πολλά άτομα με έντονη ψυχοπαθητική νοοτροπία είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα στην εργασία, την κοινωνία και την οικογένειά τους και συχνά είναι αφεντικά, διευθυντές, μεγαλοστελέχη.
Υπάρχει όμως κάτι βασικό το οποίο είναι και το αυστηρά παθολογικό στοιχείο στον ψυχισμό τους επηρεάζοντας και τη συμπεριφορά τους. Με απλά λόγια είναι αυτό που τους “χαλάει” στον τρόπο που σχετίζονται με άλλους και εν τέλει υποβαθμίζει τη ζωή τους. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν ούτε το κατανοούν.
Και συνεχίζει λέγοντας: «Το βασικό ενδιαφέρον των ψυχοπαθητικών είναι να τη “φέρουν” στους άλλους, να τους εκμεταλλευτούν και να τους χειριστούν. Με βάση αυτό το στοιχείο είναι πιο εύκολο να τους αναγνωρίσετε. Εάν θέλετε να τους διακρίνετε, υπάρχει μία σημαντική ένδειξη -και τονίζω είναι ένδειξη κι όχι απόδειξη: Όσο απόλυτα θύμωσαν κι υποτίμησαν έναν ειδικό που επισκέφθηκαν, παρομοίως εύκολα οι ψυχοπαθητικοί άνθρωποι αντίστροφα εξιδανικεύουν κάποιους δικούς τους σημαντικούς άλλους.
Για παράδειγμα, συχνά οι ψυχοπαθητικοί δηλώνουν πως είχαν την “τέλεια” σχέση ή τον “τέλειο” πατέρα που δεν μπορούν να τον ξεπεράσουν και τον πενθούν για δεκαετίες ή εξυμνούν την “υπέροχη” μάνα που καμία άλλη δεν συγκρίνεται μαζί της, τον εξαιρετικό δάσκαλο απέναντι στον οποίον όλοι οι υπόλοιποι… ωχριούν ή τον μοναδικό σύζυγο η απώλεια του οποίου είναι αναντικατάστατη.
Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν που υποτιμούν εύκολα έναν ειδικό, το ίδιο χαρακτηριστικά εξιδανικεύουν κάποιους δικούς τους ανθρώπους.
Το να παραμείνουν πάντως στην ψυχοθεραπεία και να βοηθηθούν από αυτή είναι συχνά μια πρόκληση για τους ίδιους και για τον ψυχολόγο και απαιτείται μεγάλη εμπειρία για την ψυχοθεραπευτική προσέγγισή τους».
Οριακοί
Άλλη μια κατηγορία ψυχοθεραπευόμενων που μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τον ψυχολόγο είναι τα άτομα με οριακή διαταραχή. Τα άτομα αυτά διακρίνονται για το άσπρο- μαύρο της σκέψης τους, για τη δυσκολία να εμπιστευτούν και τη μεγάλη ανάγκη τους να εξιδανικεύσουν το πρόσωπο με το οποίο συνδέονται.
Επειδή έχουν την τάση να δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης, δυσκολεύονται να τηρήσουν τα όρια στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, οπότε μπορεί να καταλήξουν θυμωμένα με τον ψυχολόγο κάθε φορά που εκείνος τους θέτει όρια.
Όπως εξηγεί ο ψυχολόγος μας τα άτομα με οριακή διαταραχή διακαώς προσπαθούν να παραβούν τα όρια, δεδομένου ότι έτσι κι αλλιώς είναι άτομα που δεν τα πάνε καλά με αυτά και έχουν «χαλασμένα φρένα».
Πολύ συχνά αυτά τα άτομα θα εξιδανικεύσουν πρώτα τον ψυχολόγο τους και μετά από ένα διάστημα θα τον υποτιμήσουν μόνο και μόνο γιατί δυσκολεύονται να τον αποχωριστούν. Στο μυαλό τους υπάρχει η σκέψη ότι ίσως φτάσουν να μην μπορούν χωρίς εκείνον.
Ο φόβος της εγκατάλειψης από την άλλη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους, για αυτό και θα προτιμήσουν να το βάλουν στα πόδια, προκειμένου να μην έρθουν ποτέ αντιμέτωποι με αυτόν τον φόβο.
Πώς μπορεί όμως ο ψυχολόγος να τους εγκαταλείψει, δεδομένου ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια διαδικασία που στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη; Δυστυχώς τα άτομα με οριακή διαταραχή μπορεί να νιώσουν με το παραμικρό ότι εγκαταλείπονται.
Όπως για παράδειγμα όταν ο ψυχολόγος τούς παροτρύνει να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους ή να γίνουν πιο αυτόνομοι. Κάτι τέτοιο το βιώνουν ως αποστασιοποίηση και εγκατάλειψη και απογοητεύονται βαθύτατα, οπότε προχωρούν γρήγορα στο επόμενο τυπικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους: Την απαξίωση.
Στην πραγματικότητα έχουν μεγάλη ανάγκη από έναν ψυχολόγο που θα αποδεχτεί τις ιδιαιτερότητές τους, για να μπορέσουν να εμπιστευτούν και να νιώσουν ασφαλείς, ώστε να παραμείνουν στην ψυχοθεραπεία και να μην την εγκαταλείψουν στη μέση.
Νάρκισσοι
Υπάρχουν πολλά κριτήρια που ορίζουν ότι κάποιος έχει ναρκισσιστική διαταραχή.
Χαρακτηριστικά ο κύριος Παπαγεωργίου τον προσδιορίζει με μία πολύ απλή περιγραφή: «Κοινωνικά μιλώντας, συνήθως ως νάρκισσο θεωρούμε τον πάρα πολύ εγωιστή άνθρωπο, π.χ. μία εγωίστρια που κοιτάει μόνο “τον εαυτό της”, που παριστάνει την “ωραία” ή την πολύ ικανή.
Ψυχοθεραπευτικά όμως μιλώντας και ειδικά στην ψυχανάλυση, ναρκισσιστική διαταραχή είναι κάτι βαθύτερο: Είναι αυτός ή αυτή που συμπεριφέρεται ως “Σουλτάνος”, δικτάτορας, αφεντικό στους γύρω του, που κοιτάει μόνο τον εαυτό του, που τα ζητάει όλα δικά του.
Παρόλα αυτά, αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι για τους νάρκισσους είναι ότι το βαθύ πυρηνικό αίσθημα που διεγείρει όλα αυτά είναι η ντροπή. Κι είναι ένα αίσθημα τόσο βαρύ αλλά και τόσο καλυμμένο μέσα του, που ειλικρινά δεν μπορεί ο ίδιος να το νιώσει συνειδητά».
Συνήθως ένας νάρκισσος είναι πάντα το παιδί που δεν γνώρισε την πραγματική αποδοχή της μάνας του ή βίωσε συστηματικά την απαξίωσή της χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει αυτό.
Τέτοιοι άνθρωποι είναι σε τόσο έντονη αδυναμία να αντιληφθούν τι τους συμβαίνει, που τις προσπάθειες του ειδικού να τους διαφωτίσει τις εκλαμβάνουν ως… ζήλια εκ μέρους του προς το πρόσωπό τους. Η αλήθεια είναι ότι πολύ δύσκολα κάποιος με ναρκισσιστική διαταραχή θα φτάσει να καθίσει στον καναπέ απέναντι από τον ψυχολόγο.
Συνήθως μάλιστα ένας νάρκισσος έχει πιεστεί από κάποιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του με το οποίο σχετίζεται επειδή οι άλλοι είναι συνήθως αυτοί που συμπεραίνουν ότι χρειάζεται να επισκεφτεί κάποιον ειδικό, όταν κάποια σημαντική σχέση (γονεϊκή, συντροφική κ.λπ.) γίνεται εξαιρετικά προβληματική, συγκρουσιακή ή ακόμα και κακοποιητική εξαιτίας τους.
Οι νάρκισσοι όμως πολύ συχνά θεωρούν πως φταίνε πάντα οι άλλοι γύρω τους, οπότε κι αρνούνται να εμπλακούν σε ψυχοθεραπεία. Αν πάλι φτάσουν να εμπλακούν, αποχωρούν συνήθως από αυτήν πολύ γρήγορα.
Κι αυτό συμβαίνει επειδή αρνούνται να αναλάβουν την όποια ευθύνη για σφάλματα στη συμπεριφορά τους. Κι ο ασφαλέστερος τρόπος για να φύγουν είναι να… θυμώσουν με κάτι που τους είπε ή τους υπέδειξε ο ψυχοθεραπευτής τους, το οποίο εκλαμβάνουν ως προσβολή ή έστω και με μία έμμεση αναφορά σε μία υποτιθέμενη βλάβη που μπορεί να έχουν.
Με άλλα λόγια, θυμώνουν με τον ψυχολόγο για να έχουν άλλοθι να φύγουν και φυσικά να μην αλλάξουν ή διορθώσουν ποτέ τίποτα στη συμπεριφορά τους.
Εν κατακλείδι
Επομένως, και οι τρεις αυτές περιπτώσεις είναι πιθανόν να θυμώσουν με τον ψυχολόγο τους και ο θυμός που θα αναδυθεί είτε θα τους φέρει σε κόντρα μαζί του είτε θα τους οδηγήσει να εγκαταλείψουν πρόωρα το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πάντως, τα άτομα με αυτές τις διαταραχές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό τονίζει ο κύριος Παπαγεωργίου: «Θέλουν να νιώθουν ότι έχουν τον έλεγχο. Θα πρέπει να ξέρουν όμως ότι αποχωρώντας το πάθημα είναι δικό τους. Διότι όσο παραμένει κάποιος σε αυξημένη ψυχοπαθητικότητα ή ναρκισσιστική συμπεριφορά, μπορεί να νομίζει ότι είναι ο κυρίαρχος αλλά στην πραγματικότητα η ζωή του είναι υποβαθμισμένη, αφού οι άλλοι τον αγαπούν λιγότερο.
Άρα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σίγουρα παραμένουν περισσότερο έντονα και στις σχέσεις και στην εργασία και σε ευκαιρίες που πάνε χαμένες.
Όσο για τα άτομα με οριακή διαταραχή αυτό που συνήθως γνωρίζουμε είναι ότι όσο περισσότερο δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τον ψυχολόγο τους (που έτσι κι αλλιώς είναι μια σχέση που στηρίζεται ξεκάθαρα στην εμπιστοσύνη) τόσο πιο δύσκολες και θυελλώδεις είναι οι σχέσεις τους εκεί έξω, λόγω της αρρύθμιστης οριακότητας».
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι όλοι οι παραπάνω μπορεί να μετακινηθούν με θετικό τρόπο ως προς τη ρύθμιση των διαταραχών τους, αν παραμείνουν στην ψυχοθεραπεία και αφού καταλαγιάσουν τον όποιο θυμό αναδυθεί ως ακατέργαστο συναίσθημα.
Τότε θα κατανοήσουν ότι ο ψυχολόγος εξυπηρετεί έναν και μόνο σκοπό: να τους βοηθήσει να λύσουν τις όποιες ψυχολογικές δυσκολίες τους και να εξελίξουν καλύτερα τον εαυτό τους, έτσι ώστε να σχετίζονται και να συνδέονται με τους άλλους σε υγιής σχέσεις.