Πότε και ποιον ερωτευόμαστε;
«Ποτέ δεν πέφτω στα δίχτυα του έρωτα εφόσον προηγουμένως δεν το έχω ποθήσει», έχει πει κάποιος και θα συμπληρώναμε ότι τον πόθο να ερωτευτούμε τον ξυπνάει η ανάγκη να ταράξουμε τα νερά, όταν η ζωή μας είναι ήρεμη και τακτοποιημένη μεν, αλλά κάπως άχρωμη…
Φαίνεται, δηλαδή, ότι πρώτα ξυπνούν οι ανάγκες του εαυτού για αμφισβήτηση και αναθεώρηση των δεδομένων της ζωής, και κατόπιν κάνει την εμφάνιση της η ανάγκη για έναν συγκεκριμένο άλλο. Όσο για το ποιον ερωτευόμαστε, μάλλον αποτελεί μυστήριο με ελάχιστες πιθανότητες να διαλευκανθεί. Ίσως είναι ο πιο ταιριαστός ή συμπληρωματικός, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της ψυχολογίας. Ή ίσως είναι εκείνος, του οποίου το βλέμμα μας θυμίζει το πρώτο βλέμμα που πρωτοαντικρίσαμε ερχόμενοι στον κόσμο, όπως υποστηρίζει η ψυχανάλυση.
Ίσως τελικά δεν έχει σημασία ποιος είναι, μιας και εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε ενεργητικά την εικόνα του, ώστε να μας αρέσει, να ικανοποιεί την ανάγκη μας να οικοδομήσουμε ένα νέο εαυτό και μια νέα ζωή εντός μιας νέας πραγματικότητας.
Παρόλο που είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του αν ερωτευόμαστε τον πραγματικό άνθρωπο απέναντί μας ή την εικόνα που έχουμε στο κεφάλι μας για εκείνον, ο άνθρωπος που θα μας συγκινήσει είναι ένας και μοναδικός, αναντικατάστατος και μη συγκρίσιμος (τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκούν τα μάγια).
Γιατί έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για τον έρωτα;
- Πρώτον, επειδή πρόκειται για θεμελιώδες υπαρξιακό ζήτημα με το οποίο όλοι, κάποια στιγμή, κληθήκαμε ή θα κληθούμε να αναμετρηθούμε.
- Δεύτερον, επειδή όταν του επιτρέπουμε να κάνει τη δουλειά του (δηλαδή όταν τον ζούμε μέχρις εσχάτων), μας φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα σκληρά δεδομένα της ύπαρξης: το εφήμερο των πραγμάτων, την έλλειψη νοήματος, τη μοναξιά.
- Τέλος, επειδή δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας, θυμίζοντάς μας την επιθυμία να ζήσουμε στο έπακρο τη ζωή και, συγχρόνως, τον φόβο να το πράξουμε.
Η εμπειρία του έρωτα
Για αδιευκρίνιστους, λοιπόν, λόγους δύο άνθρωποι (ή δύο βλέμματα) συναντιούνται. Και λέγοντας ψυχολογική συνάντηση δεν εννοούμε κάτι απλό. Αναφερόμαστε στη σπάνια εκείνη στιγμή, κατά την οποία ένας άνθρωπος αγγίζει έναν άλλο στον πυρήνα του και, λόγω αυτού, εξαναγκάζεται σε ριζική μεταστροφή και διαφοροποίηση.
Ασφαλώς υπάρχουν ιδιοσυγκρασιακές διαφορές, αλλά, σε γενικές γραμμές, έπειτα από μια τέτοια συνάντηση, ένας άνθρωπος, «φυσιολογικός» μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρχίζει να εμφανίζει τα ακόλουθα «συμπτώματα»:
- Αισθητά μειωμένη όρεξη για ύπνο ή φαγητό και μόνιμη ψυχοφυσιολογική διέγερση (αυξημένος καρδιακός ρυθμός, διεσταλμένες κόρες ματιών, ίλιγγος, αποπροσανατολισμός).
- Υπερβολικό, ανεξέλεγκτο πάθος για τον άλλον, σε συνδυασμό με επίμονα συναισθήματα ευφορίας, αγαλλίασης, ενθουσιασμού, έκστασης.
- Διαρκής ονειροπόληση και ισχυρή απροθυμία ή άρνηση να εργαστεί, να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους εκτός του αντικειμένου του πόθου του, γενικώς να συντονιστεί με την πραγματικότητα.
- Επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις καθημερινά, προκαλούμενες από ισχυρή φυσική έλξη και σεξουαλική επιθυμία για το ερωτικό αντικείμενο.
- Απορρόφηση από ρομαντικές φαντασιώσεις απόλυτης ένωσης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, και εκδήλωση συμπεριφορών στοργής, τρυφερότητας και ενδιαφέροντος για τον άλλον.
- Διάχυτη αίσθηση συνενοχής και συμμετοχής σε ένα ιδιωτικό μυστικό μόνο για δύο (αίσθηση ειδυλλίου).
Η άλλη πλευρά του νομίσματος…
Τα παραπάνω «συμπτώματα» είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Την αμέσως επόμενη στιγμή (ή και τη ίδια), αρχίζει ο πόλεμος και απόδειξη αυτού είναι η πολεμική ορολογία του έρωτα: αιχμαλωτίζω, κατακτώ, δολοπλοκώ, επιτίθεμαι, υποτάσσομαι.
Η αναπόφευκτη αποτυχία απόλυτου συντονισμού με τον άλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από εμάς, γεννά την αγωνία, την αβεβαιότητα, την αδημονία. Το βάθος και η υπερβολή του δικού μας συναισθήματος, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο άλλος είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει όποτε θέλει, ξυπνούν τον θυμό, τη ζήλια, μας κάνουν αβέβαιους και ασταθείς, με διαρκείς μεταπτώσεις στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά.
Ακόμα και όταν ο άλλος είναι ολοκληρωτικά παρών και δηλώνει εξίσου ερωτευμένος, η αίσθηση του ανικανοποίητου, της στέρησης, της έλλειψης, δεν λένε να μας εγκαταλείψουν.
Η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αποθέωση της αμφιθυμίας. Μας ελκύει και μας απωθεί την ίδια στιγμή. Μας γεμίζει ενέργεια και συγχρόνως μας εξαντλεί. Μας απομακρύνει και μετά μας φέρνει πάλι κοντά και μάλιστα με ενισχυμένη την επιθυμία.
Οι ερωτευμένοι τον μισό καιρό χαίρονται και τον υπόλοιπο υποφέρουν. Υποφέρουν για τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό τους προσπαθώντας να βγάλουν νόημα από αυτό που τους συμβαίνει. Όσοι έχουν ερωτευτεί έστω μία φορά στη ζωή τους το γνωρίζουν αυτό.