Η στιγμιαία επανάσταση της αλήθειας
Προ ημερών κατέβαινα την Πειραιώς μεσημέρι, ήταν λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Είχα κατέβει κέντρο για τα γενέθλια της κόρης μου. Η όλη συναισθηματική πληθώρα, που συνοδεύει τα γενέθλια του παιδιού σου έχει πολλά κομφετί και δε στέκεσαι στην ίδια ροή σκέψεων, που θα έκανες μια οποιαδήποτε άλλη μέρα προαποφασίζοντας να φας τρελή κίνηση στην Κηφισίας και να κατηφορίσεις κέντρο. Κανονικά δεν κυκλοφορούσα στο δακτύλιο. Ελάχιστα το σκέφτηκα βέβαια, ευτυχώς ούτε τροχονόμο συνάντησα να μου το θυμίσει και τώρα που το ανακαλώ νομίζω πως κλήσεις δεν κόβονται ούτε καν αν στείλεις στην αρμόδια αρχή αλληλογραφία. Πήγα στο φίλο μου το Μάνο. Μιλήσαμε, κάναμε πλάκα, είπαμε τα νέα μας, με μια πιο φρέσκια βερσιόν κουβέντας. Ήπια ένα εσπρέσο, έβαλα το δώρο της μικρής στο αυτοκίνητο και έφυγα.
Από τον Αλέξανδρο Καρυδάκη
Για κάποιο λόγο βρέθηκα Ομόνοια. Συνήθως κάνω την ερώτηση «τώρα εγώ γιατί ήρθα από δω;» Η αλήθεια είναι πως μιλούσα στο κινητό με το γραφείο, αυτό το θυμάμαι. Πέρασα την πλατεία και άρχισα να κατηφορίζω την Πειραιώς. Δεν ήταν μια μέρα από κείνες τις μέρες που η Ομόνοια είναι φρίκη, βέβαια το πώς είναι πράγματι με το πώς πραγματικά θα μπορούσε να είναι η πιο κεντρική πλατεία της πόλης θα μπορούσε να είναι ένα άλλο θέμα, παρόλα ταύτα συμπλοκές, συλλήψεις, μαζικό κυνήγι παράνομων μικροπωλητών δεν ήταν στο μενού εκείνης της στιγμής που πέρασα εγώ.
Κατηφόρισα κάμποσα μέτρα. Έδωσα λίγη παραπάνω ένταση στη μουσική, συμπτωματικά- όσο μπορούν να υπάρχουν συμπτώσεις έπαιζε La Vie en Rose. Ονειρεμένη ζωή από τη φωνή της Πιάφ. Ήταν ότι έπρεπε για να απορροφηθώ ακόμη περισσότερο στον μικρόκοσμο των σκέψεων μου, να οδηγώ με μηχανικές κινήσεις.
Άναψε κόκκινο. Το φανάρι πριν την πλατεία Κουμουνδούρου. Μποτιλιαρίστηκε σε μερικά δευτερόλεπτα ο δρόμος. Έσκυψα να πιάσω το πακέτο με τα τσιγάρα μου που είχε πέσει μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού.
Ξαφνικά ένιωσα δυο μάτια να με καρφώνουν από αριστερά μου. Ήταν όντως δύο τεράστια κόκκινα μάτια, δύο σπίθες ζωής καρφωμένες σε ένα πρόσωπο θανάτου, αφηρημένες σε ένα κορμί αρρώστιας, πόνου, οδύνης.
Ήταν δυο μάτια που κάποτε είχαν ίχνη από μακιγιάζ, αντανακλάσεις από ωραίες εικόνες, από ανθρώπους που δεν έπαιρναν μόνο, δυο μάτια που έκλειναν από τα δυνατά φώτα και όχι από τον πόνο. Ίσως κάποτε έκλαιγαν είτε από χαρά είτε από λύπη, μα σίγουρα δεν ήταν στεγνά όπως τώρα. Στεγνωμένα και ξερά από κάθε χυμό που δροσίζει τους ζωντανούς να τους θυμίζει πόσο όμοια είναι όλα στη φύση. Η κοπέλα αυτή ήταν μικρή. Τα αυλάκια στο πρόσωπό της ήταν από την κακουχία, που πήρε πρόωρα και ανεπιστρεπτί τη θέση που προορίζεται για τα σημάδια του χρόνου.